ελαφρο-

ελαφρο-
ελαφρο- και (α)λαφρο-, α' συνθετ. λέξεων, που δηλώνει ότι αυτό που εννοεί το β' συνθετ. είναι ελαφρό ή γίνεται με ελαφρό τρόπο, π.χ. ελαφρόπετρα, ελαφροπατώ, ελαφρολογώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ελαφρο- — και αλαφρο και λαφρο α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β συνθετικό έχει την ιδιότητα τού ελαφρού (ελαφρόμυαλος, λαφρόξυλο) …   Dictionary of Greek

  • ντουραλουμίνιο — Ελαφρό κράμα που περιέχει περίπου 95% αλουμίνιο, 3 4% χαλκό και μικρή ποσότητα, κάτω από 1%, μαγνησίου και μαγγανίου που το παρασκεύασε το 1906 ο Γερμανός χημικός Άλφρεντ Βιλμ (1869 – 1937). Το κράμα, σε σχέση με το καθαρό μέταλλο, έχει… …   Dictionary of Greek

  • ελαφρός, -ή, -ό — και ελαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφρός, ή, ό και (α)λαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφριός, ά, ό επίρρ. ά και ιά 1. που έχει μικρό σχετικά βάρος, ανάλαφρος, που εύκολα μετατοπίζεται: Ελαφριά βαλίτσα. 2. που έχει μικρό ειδικό βάρος: Το μπαμπάκι είναι πιο ελαφρό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… …   Dictionary of Greek

  • Лаика — (греч. λαϊκό и греч. λαϊκό τραγούδι  буквально «песня народа», «популярная песня»)  один из самых популярных стилей греческой музыки, который сформировался с популяризацией ребетики. Основу его составляют лирика на греческом языке и… …   Википедия

  • αλαφροδιαβαίνω — διαβαίνω με ελαφρό βήμα (για πτηνά, με ελαφρό πέταγμα για τον άνεμο, με ελαφριά πνοή). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + διαβαίνω] …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

  • επακτροκέλης — ἐπακτροκέλης, ο (Α) ελαφρό ληστρικό, πειρατικό πλοιάριο («ταῡτ εἰς τὸν ἐπακτροκέλητα ἐμβιβάζει», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επακτρ εύς «ψαράς» + κέλης «ελαφρό πλοίο»] …   Dictionary of Greek

  • επικουφίζω — ἐπικουφίζω (AM) [κουφίζω] μσν. μέσ. επικουφίζομαι ανακουφίζομαι από τα οικονομικά βάρη αρχ. 1. ελαφρύνω, ελαττώνω το βάρος («ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ τὴν νέα ἐπικουφισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2. σηκώνω ψηλά κάτι («σὺ δὲ πατρός... πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ’ …   Dictionary of Greek

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”